κλειδώνομαι

κλειδώνομαι
κλειδώνομαι, κλειδώθηκα, κλειδωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… …   Dictionary of Greek

  • κλειδώνω — κλείδωσα, κλειδώθηκα, κλειδωμένος 1. κλείνω κάτι με κλειδί: Κλειδώνει πάντα τα συρτάρια του. 2. περιορίζω κάποιον, τον κλείνω μέσα: Κλειδώνει τις κόρες του. 3. κλείνομαι με κλειδί: Δεν κλειδώνει καλά η πόρτα. 4. το μέσ., κλειδώνομαι, μένω στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”